διήμερος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Spanish (DGE)
-ον
que transcurre a lo largo del día, que dura todo un día glos. a ἐφημέριος Sch.Od.4.223.
-ον
1 que pasa dos días διήμεροι καὶ τριήμεροι τὰς νηστείας ἐκτελοῦντες pasando ellos dos y tres días haciendo ayuno Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30), cf. 4.29 (p.178), Gloss.2.29.
2 subst. τὸ δ. período de dos días ἐν τῷ διημέρῳ τούτῳ Lyd.Ost.66.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες
2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διήμερο
διάστημα δύο ημερονυκτίων
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες
2. αυτός που γίνεται ή κάνει κάτι τη δεύτερη μέρα, δευτεραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ημερος < ημέρα (πρβλ. εφήμερος)].