ψυδνός

From LSJ
Revision as of 11:14, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s. v.l." to "s. v.l.")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυδνός Medium diacritics: ψυδνός Low diacritics: ψυδνός Capitals: ΨΥΔΝΟΣ
Transliteration A: psydnós Transliteration B: psydnos Transliteration C: psydnos Beta Code: yudno/s

English (LSJ)

ή, όν, A v.l. for ψυδρός in Thgn.122. II ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη, Hsch.: misspelt ψυάνη· ἁρεά, ὀλίγη, Theognost.Can. 26. (With ψυδνός (s. v.l.) cf. κυδνός; for the sense cf. ψύθιος.)

German (Pape)

[Seite 1402] = ψυδρός, Theogn. 122, wo sich die meisten u. besten mss. für diese Form erkl., die sonst nicht vorkommt, sich aber zu ψυδρός verhält, wie κυδνός zu κυδρός; ψεδνός aber ist f. L.

Greek (Liddell-Scott)

ψυδνός: -ή, -όν, εὔρηται μόνον παρὰ τῷ Θέογν. 122 = ψυδρός, ὄπερ ὁ Ruhnk καὶ ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ἀντ’ ἐκείνου· ἀλλὰ τὸ ψυδνὸς δύναται να παραβληθῇ πρὸς τὸ κυδνός, ὅπερ ὑπάρχει παρὰ τὸ κυδρός, Br. εἰς Θέογν. ἔνθ. ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ψυδρός.
Étymologie: ψεύδω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ψευδής
2. φρ. «ψυδνή χέρσος»
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιά, ὀλίγη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -νός (πρβλ. στεγ-νός)].

Greek Monotonic

ψυδνός: -ή, -όν ή ψυδρός, -ά, -όν (ψεύδομαι), ψεύτικος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ψυδνός, ή, όν ψεύδομαι
false, Theogn.