μετόπισθεν
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
v. μετόπισθε.
French (Bailly abrégé)
ou μετόπισθε;
adv. et prép.
1 derrière, en arrière;
2 ensuite, plus tard.
Étymologie: μετά, ὄπισθεν.
English (Autenrieth)
behind, in the rear, toward the west, Od. 13.241; afterwards, Od. 11.382; w. gen., Od. 9.539.
Greek Monolingual
(Α μετόπισθεν και μετόπισθε)
επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν
α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή του μετώπου και εξασφαλίζουν από υλική, τεχνική και ιατρική άποψη τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα
β) τα νώτα της στρατιωτικής διάταξης που υπάρχει στη ζώνη τών επιχειρήσεων
γ) (με ευρεία σημ.) όλο το έδαφος εμπόλεμης χώρας το οποίο βρίσκεται έξω από τη ζώνη επιχειρήσεων
αρχ.
1. (χρονικά) έπειτα, κατόπιν, στη συνέχεια
2. στη δεύτερη σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὄπισθεν.