πεισίμβροτος

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισίμβροτος Medium diacritics: πεισίμβροτος Low diacritics: πεισίμβροτος Capitals: ΠΕΙΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: peisímbrotos Transliteration B: peisimbrotos Transliteration C: peisimvrotos Beta Code: peisi/mbrotos

English (LSJ)

ον, A won by persuading mortals, δόξα B.8.2.

German (Pape)

[Seite 547] die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι- του πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός].

Russian (Dvoretsky)

πεισίμβροτος: v.l. = πεισίβροτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεισίμβροτος -ον Aeol. voor πεισίβροτος.