μεταστύλιον
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῡ], τό, A intercolumniation, IG22.1668.63, Milet.7p.56: pl., IG11(2).199A73 (Delos, iii B. C.); spaces between pilasters, Rev. Phil.43.186,199; colonnade, D.C.68.25.
German (Pape)
[Seite 154] τό, der Raum zwischen den Säulen, Säulengang, D. Cass. 68, 25, v.l. μεταστήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστύλιον: τό, διάδρομος μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25.
Greek Monolingual
μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επιστύλιον, περιστύλιον].
Greek Monolingual
μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επιστύλιον, περιστύλιον].