πορφύριον
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
τό, Dim. of πορφύρα, Arist.HA546b32; A purple-dyed stuff, PLond. 3.899.3 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 686] τό, dim. von πορφύρα; – 1) kleine Purpurschnecke; Arist. H. A. 5, 15; Theophr. – Auch 2) Purpurfärberei, Strab. XVI, v.l. πορφύρειον.
Greek (Liddell-Scott)
πορφύριον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ πορφύρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α πορφύρα
μικρή πορφύρα, μικρό κοχύλι.
Russian (Dvoretsky)
πορφύριον: (ῠ) τό маленькая багрянка Arst.