πρόχωσις
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
εως, ἡ, A promontory, embankment, mole, Aristid.Or.46 (3).17, Philostr.VS2.23.3.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Vordämmen, Sp., wie Plut. fac. orb. lun. 26.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωσις: ἡ, συχν. διάφ. γραφ. ἀντὶ πρόσχωσις, π.χ. ἐν Φιλοστρ. 606.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
terrassement ou remblai de fortification.
Étymologie: προχώννυμι.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α προχωννύω
προβλήτα, μώλος.