ἰπνοπλάθης
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
later for ἰπνοπλάθος.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Tim. lex. Plat.
Greek Monolingual
ἰπνοπλάθης, ο (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθης (αντί -πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].
Russian (Dvoretsky)
ἰπνοπλάθης: ου ὁ Plat. v.l. = ἰπνοπλάθος.