ἰσοκράτεια
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ,= ἰσοκρατία, A equilibrium, equivalence, Gal. Hist.Phil.126.
German (Pape)
[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκράτεια: ἡ, διαφ. γραφ. ἀντὶ ἰσοκρατία.
Greek Monolingual
ἰσοκράτεια, ἡ (Α) ισοκρατής
διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.