περίναιος

From LSJ
Revision as of 20:33, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, = περίνεος.

Greek (Liddell-Scott)

περίναιος: -ον, ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ, στοαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2125.

Greek Monolingual

περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῡ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].

Frisk Etymological English

(-εος)
Grammatical information: m.
Meaning: perinaeum, the space between the anus and the scrotum (medic., Arist.), pl. male genitals (Arist.). Doubtful byforms περινῳ̃ περινέῳ Gal.; περίνα (for πηρῖνα?) περίναιον. τὸ αἰδοῖον and περίνος τὸ αἰδοῖον ... η τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.
Other forms: -ον n.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Anatomical technical expression, from περί and ἰνάω, -έω make empty, with ιο- (εο-)suffix , so prop. "empting region". Meister KZ 32, 139ff. (in detail deviating and wrong); cf. on ἰνάω. The word was partly identified with πηρίς, -ίνα; s. πήρα.

Frisk Etymology German

περίναιος: (-εος)
{perínaios}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: Perinäum, der Raum zwischen dem After und dem Hodensack (Mediz., Arist.), pl. männliche Geschlechtsteile (Arist.). Zweifelhafte Nebenformen περινῳ̃· περινέῳ Gal.; περίνα (für πηρῖνα?)· περίναιον. τὸ αἰδοῖον und περίνος· τὸ αἰδοῖον ... ἢ τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουνταῦρος H.
Etymology : Anatomischer Fachausdruck, von περί und ἰνάω, -έω ausleeren, mit ιο- (εο-) Suffix gebildet, also eig. "Ausleerungsgegend". Meister KZ 32, 139ff. (im einzelnen abweichend und verfehlt); vgl. zu ἰνάω. Das Wort wurde teilweise mit πηρίς, -ίνα zusammengeworfen; s. πήρα.
Page 2,513