κίσσαρος
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ὁ, A f.l. for κύσσαρος, Hp. ap. Erot.; = hedera, Gloss. II = κίσθος, Dsc.1.97.
German (Pape)
[Seite 1442] ὁ, = κισσός, Hippocr. bei Erotian.
Greek (Liddell-Scott)
κίσσᾰρος: ὁ, = κισσός, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 208. ΙΙ. = κίσθος, Διοσκ. 1. 126.
Greek Monolingual
κίσσαρος, ὁ (AM)
μσν.
κισσός
αρχ.
1. κύσσαρος
2. το φυτό κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα -αρος (πρβλ. κάνθαρος, κόμαρος)].