ἐγκτάομαι
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
A acquire possessions in a foreign country, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ (v.l. for ἐγκτις-) Hdt.5.23; οἱ ἐγκεκτημένοι citizens who possess property in a deme not their own, opp. δημόται, D.50.8, cf. X.Vect.2.4, PGnom.243.
German (Pape)
[Seite 710] darin, bes. in einem fremden Lande sich Besitzungen erwerben, Ἕλληνι δοὺς ἐγκτήσασθαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. 5, 23; οἱ δημόται καὶ οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. 50, 8, die zu dem Demos gehören u. die darin Besitzungen haben; vgl. Xen. Vectig. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir une propriété en pays étranger.
Étymologie: ἐν, κτάομαι.
Spanish (DGE)
jur. adquirir propiedades, bienes raíces en el extranjero μὴ ἐξεῖναι ... μηθενὶ ἐγκτήσασθαι ἐν τ[α] ῖς τῶν συμμάχων χώραις μήτε οἰκίαν μήτε χώραν IG 22.43.37 (IV a.C.), ἐγκτήσασθε ἐν αὐτῇ (γῇ) LXX Ge.34.10, ο[ἱ] στρατευόμενοι ἐκωλύθ[ησαν καθ' ἣ] ν στρατεύονται ἐπα[ρ] χ[ί] αν ἐνκ[τ] ᾶσθαι PGnom.243 (II d.C.)
•en perf. ser propietario de bienes raíces οἰκόπεδα εἰ ἡ πόλις διδοίη οἰκοδομησομένοις ἐγκεκτῆσθαι X.Vect.2.6
•part. perf. subst. οἱ ἐγκεκτημένοι propietarios de bienes raíces en un demo distinto al suyo, D.50.8, en el extranjero BCH 122.1998.144 (Colofón III a.C.), IBeroeae 59 (I d.C.), IEphesos 3806 (III d.C.).
Greek Monotonic
ἐγκτάομαι: μέλ. -ήσομαι, απόλ., αποκτώ κτήματα σε μία ξένη χώρα, σε Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκτάομαι: (преимущ. о недвижимом имуществе) приобретать вне своей страны: ἐγκτήσασθαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. построить себе город во Фракии; δοῦναι οἰκοδομησαμένοις ἐγκεκτῆσθαι Xen. разрешить (иноземцам) строить дома и владеть ими; οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. иноземцы, владеющие недвижимостью.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep. to acquire possessions in a foreign country, Hdt., Dem.