ἐκπρέπω
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
A to be excellent in a thing, εὐψυχίᾳ E.Heracl.597.
German (Pape)
[Seite 776] sich auszeichnen, τινί, wodurch, Eur. Heracl. 597 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρέπω: ἐξέχω, διαπρέπω εἴς τι, τινί Εὐρ. Ἡρακλ. 597.
French (Bailly abrégé)
se distinguer.
Étymologie: ἐκ, πρέπω.
Spanish (DGE)
distinguirse, destacar c. dat. instrum. y gen. ὦ μέγιστον ἐκπρέπουσ' εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶν E.Heracl.597, χρυσὸν ἐν πλούτῳ τῶν ἄλλων χρημάτων ἐκπρέποντα Sch.Pi.O.1.1a, sólo c. dat. o giro prep. τοῖς καλλωπίσμασιν de unos caballos, Arr.Post Alex.12, ἐπ' εὐλαβείᾳ Socr.Sch.HE 5.21.3.
Greek Monolingual
ἐκπρέπω (AM)
εξέχω, διαπρέπω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐκπρέπω: είμαι εξαιρετικός σε κάτι, διαπρέπω, υπερέχω, τινί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρέπω: выделяться, превосходить (εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶν Eur.).