δυσχείρωτος

From LSJ
Revision as of 23:45, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "β" to "β")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχείρωτος Medium diacritics: δυσχείρωτος Low diacritics: δυσχείρωτος Capitals: ΔΥΣΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: dyscheírōtos Transliteration B: dyscheirōtos Transliteration C: dyscheirotos Beta Code: dusxei/rwtos

English (LSJ)

ον, A hard to subdue, Hdt.7.9.β (Sup.), D.61.37, Plu.Alc.4, D.C. 53.25 (Comp.): Sup. δυσχειρότατον is prob. f. l. in D.S.5.34.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu überwältigen, zu besiegen; superl., Her. 7, 9; Dem. 61, 37; καὶ χαλεπός Plut. Alc. 4; τινί, D. Sic. 5, 34; s. δύσχειρος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχείρωτος: -ον, δυσκόλως χειρούμενος, ὑποτασσόμενος, Ἡρόδ. 7. 9, 2, Δημ. 1412. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre, à soumettre;
Sp. δυσχειρωτότατος.
Étymologie: δυσ-, χειρόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de someter o reducir en la guerra, de tropas ἐξευρίσκειν ... τῇ ἑκάτεροί εἰσι δυσχειρωτότατοι Hdt.7.9β, cf. D.C.53.25.3, D.S.5.34 (var.), de lugares ὄχθος I.BI 7.166
fig. difícil de dominar, de manejar ref. a trabajos, D.61.37, δυσχείρωτον ἔρυμα otro n. del número siete, Theol.Ar.44.
2 de pers. antipático, desabrido de Alcibíades, Plu.Alc.4.

Greek Monolingual

δυσχείρωτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποτάσσεται.

Greek Monotonic

δυσχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που δύσκολα υποτάσσεται, αδούλωτος, σε Ηρόδ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δυσχείρωτος: с которым трудно совладать, неодолимый (sc. πολέμιοι Her.; τινι Plut., Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχείρωτος -ον [δυσ-, χειρόω] moeilijk te onderwerpen.

Middle Liddell

δυσ-χείρωτος, ον χειρόω
hard to subdue, Hdt., Dem.