προλογίζω
English (LSJ)
A speak a prologue, Sch.S.Ph.1, etc.; to be the first speaker, Arg.S.OC 2 to be spokesman in a court of law, PLond. 5.1708.27 (vi A.D.). II Med., consider before, Phld.Mus.p.74 K., Gal.4.815, Simp.in Epict.p.26 D.
German (Pape)
[Seite 733] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
προλογίζω: λέγω πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. λέγω πρότερος, ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει Οἰδίπους Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) μνημονεύω προηγουμένως, Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, ἐξετάζω πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
être le principal acteur d’une pièce.
Étymologie: πρόλογος.
Greek Monolingual
ΝΑ πρόλογος
μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)
νεοελλ.
1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής του προλόγισε το βιβλίο»)
2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη του καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος του ιδρύματος»)
αρχ.
1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα
2. μνημονεύω προηγουμένως
3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας
4. μέσ. προλογίζομαι
εξετάζω, μελετώ προηγουμένως.
Russian (Dvoretsky)
προλογίζω: рит. произносить пролог или выступать первым в драме.