σοβώ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
σοβῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι
αρχ.
1. διώχνω πτηνά («σοβεῖν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.)
2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῖ τὴν τρίχα σοβεῖν τὴν κόνιν», Ξεν.
β. «τὰς ἄλλας φροντίδας... σεσοβῆσθαι», Ιπποκρ.)
3. κινώ ορμητικά ή βίαια («ταχὺν πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῑτε», Αριστοφ.)
4. βαδίζω με υπερηφάνεια και μεγαλοπρέπεια («διὰ τῆς ἀγορᾱς σοβεῑ», Δημοσθ.)
5. παθ. σοβοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε μεγάλη συγκίνηση, ταράζομαι σφοδρά («σεσόβηται ἐρωτικῶς», Φιλόστρ.)
6. φρ. α) «σοβῶ τὴν ὕλην» — διώχνω τα πτηνά από το δάσος (Αριστοτ.)
β) «σοβῶ τὴν κύλικα» — αφήνω ή κάνω το ποτήρι να στριφογυρίσει (Φιλόστρ.)
γ) «σοβῶ τοῖς ποτηρίοις τινά» — χτυπώ κάποιον με τα ποτήρια (Άμφις)
δ) «σοβοῦμαι προς τι» ή «σοβοῦμαι περί τι» — ποθώ κάτι διακαώς (Πλούτ.)
ε) «ρυθμός σεσοβημένος» — ταχύς ρυθμός (Λογγίν.)
στ) «κίνησις σεσοβημένη» — ορμητική κίνηση (Φίλ.)
ζ) «σόβει εἰς Ἄργος» πήγαινε στο Άργος (Λουκιαν.)
η) «σοβῶ παρά τινα» — βαδίζω προς κάποιον (Λογγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτατικός επαναληπτικός τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδέβομαι, πρβλ. φέβομαι: φοβῶ (για σημασιολογικά βλ. λ. σέβομαι)].