πρόσθεση

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

η / πρόσθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α προστίθημι
1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ.
β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν», Αριστοτ.)
2. μαθ. μία από τις τέσσερεις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών και τών μερών τους σε έναν μόνο αριθμό
3. γραμμ. η προσθήκη φθόγγου ή γράμματος στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος μιας λέξης
αρχ.
1. το να προστίθεται, να τοποθετείται κάτι πάνω ή δίπλα σε κάτι άλλο (α. «πρόσθεσις ναρθήκων», Ιππιατρ.
β. «κόμης προσθέσεις», Φιλόστρ.)
2. η προσκόληση («πρόσθεσις ζῳδίων», επιγρ.)
3. παροχή, χορήγηση τροφής, θρέψη
4. επαύξηση
5. επιδοκιμασία, συγκατάθεση
6. βοήθεια, αρωγήπρόσθεσις τοῦ θεοῦ», Πολύαιν.)
7. μουσ. παύση δύο χρόνων
8. (λογ.) προσθήκη γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.