συνέξειμι

From LSJ
Revision as of 20:25, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέξειμι Medium diacritics: συνέξειμι Low diacritics: συνέξειμι Capitals: ΣΥΝΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: synéxeimi Transliteration B: synexeimi Transliteration C: synekseimi Beta Code: sune/ceimi

English (LSJ)

(εἶμι A ibo) go out along with or together, μετά τινων Th.3.113; τινι X.Cyr.1.4.15, Arist.Mete.388b14, etc.; ἅμα τισί J.BJ2.2.1. II pass away together, [νοῦσος] τῷ κάλλεϊ σ. τῆς ὥρης Aret.SD1.4.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. εἶμι), mit od. zugleich herausgehen; Thuc. 3, 113; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 15; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐξέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μετά τινος Θουκ. 3. 113· τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4. 15, κτλ. ΙΙ. παρέρχομαι ὁμοῦ, νόσος σ. τῷ κάλλεϊ τῆς ὥρας Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

sortir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἔξειμι.

Greek Monolingual

ΜΑ
εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
αρχ.
παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῦσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συνέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), εξέρχομαι μαζί ή με κάποιον, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνέξειμι: εἶμι
1) вместе выходить (μετά τινος Thuc. и τινί Xen.);
2) одновременно выделяться (τινί Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έξειμι [2. εἰμί] samen (met...) eropuit gaan, met dat..; Xen. Cyr. 1.4.15; milit. samen uitrukken met, met μετά + gen.. Thuc. 3.113.1.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to go out along with or together, Thuc.; c. dat., Xen.