χούς

From LSJ
Revision as of 20:34, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῦς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια του χέω].
(II)
χοός και χοῦ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.