ἀρειμανής
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ές, (< μαίνομαι) full of warlike frenzy, Simyl. ap. Plu. Rom. 17; Ἀριμασποί DP. 31; Οὖννοι AP 9.210.
German (Pape)
[Seite 348] ές, in kriegerischer Wuth, tapfer, χεῖρες p. bei Plut. Rom. 17; Dion. Per. 31, öfter; vgl. Ep. ad. 590 (IX, 210).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
passionnée pour Arès, càd belliqueux.
Étymologie: Ἄρης, μαίνομαι.
Spanish (DGE)
(ἀρειμᾰνής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
aguerrido, belicoso, feroz de pers. Ἀριμασποί D.P.31, Οὖννοι AP 9.210.9, μαχηταί Nonn.D.26.42, ἀρειμανέων γένος Ἰνδῶν Nonn.D.26.29, ἔθνος de los habitantes de la Cólquide App.Mith.15, cf. Nonn.D.26.336, γυναῖκες Nonn.D.36.176
•de Ptolomeo, Pamprepius 3.197
•de dioses o elementos divinizados Διόνυσος Nonn.D.24.178, Σιμόεντος Ἀρειμανὲς ... ὕδωρ Nonn.D.23.221, ἀρειμανέων ἀπὸ χειρῶν Simyl.SHell.724.7, θάρσος Nonn.D.21.4.
Greek Monolingual
ἀρειμανής (-οῦς), -ές (Α)
ο αρειμάνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + -μανής < μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρειμᾰνής: неистово воинственный (χεῖρες Plut.; sc. γένος Anth.).