ἐμπλατύνω

From LSJ
Revision as of 16:05, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλατύνω Medium diacritics: ἐμπλατύνω Low diacritics: εμπλατύνω Capitals: ΕΜΠΛΑΤΥΝΩ
Transliteration A: emplatýnō Transliteration B: emplatynō Transliteration C: emplatyno Beta Code: e)mplatu/nw

English (LSJ)

A widen or extend, τὰ ὅρια LXXEx.23.18: metaph., δόμα ἀνθρώπου ἐ. αὐτόν ib.Pr.18.16:—Pass., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι to expatiate, Str.8.7.3.

German (Pape)

[Seite 814] darin ausbreiten, LXX. – Med., τοῖς λόγοις περί τινος, sich weitläufig über Etwas verbreiten, Strab. VIII, 385.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλᾰτύνω: πλατύνω, εὐρύνω, ἐκτείνω, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 16, κ. ἀλλ.): - Παθ., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι περί τι, ὁμιλεῖν κατὰ πλάτος, ἐκτείνειν τὸν λόγον, Στράβ. 385.

Spanish (DGE)

I 1dilatar, ensanchar τὰ ὅριά σου LXX Ex.23.18, cf. Am.1.13, Mi.1.16.
2 fig., c. ac. de pers. relajar, hacer sentirse bien δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτόν LXX Pr.18.16.
II en v. med.-pas. extenderse fig. αἰτία τοῦ ἐμπλατύνεσθαι τοῖς περὶ Ἀχαιῶν λόγοις Str.8.7.3, cf. Cyr.Al.Mt.37.10, Eust.1680.31.

Greek Monolingual

ἐμπλατύνω (Α)
1. πλατύνω, επεκτείνω
2. φρ. «λόγοις ἐμπλατύνομαι περί τινι» — μακρηγορώ.