ιώμαι
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
(AM ἰῶμαι, -άομαι)
γιατρεύω κάποιον, τον θεραπεύω, του αποκαθιστώ την υγεία, τον κάνω καλά
αρχ.
1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι
2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.)
3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾶσθαι τὸ βλαβέν», Πλάτ.)
4. παροιμ. α) «ὁ τρώσας ἰάσεται» — λέγεται για άνθρωπο που επανορθώνει ο ίδιος το αδίκημα που διέπραξε
β) «μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ» — μην κάνεις το κακό χειρότερο, μη θεραπεύεις το κακό με άλλο κακό, Ηρόδ.
5. (το ενεργ. σπάν. και μόνο στον αόρ. α) ἰάσαμεν, ἰάσαντες
θεραπεύσαμε, θεραπεύσαντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. iā-o- και (με σίγηση τών ενδοφωνηεντικών -s- και -y-) < isā-yo-mai. Το ρ. συνδέεται από πολλούς με το ρ. ἰαίνω παρά τη μακρότητα του ι- του ρ. ἰῶμαι και τη διαφορά τών σημασιών τών δύο ρημάτων: ἰαίνω «αναθερμαίνω», ἰῶμαι «θεραπεύω». Εν τούτοις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η ύπαρξη σημασιολογικής συγγένειας τών δύο λέξεων, αν ληφθούν υπ' όψιν θεραπευτικές μέθοδοι κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται θερμά επιθέματα στο πάσχον μέρος του σώματος. Το ρ. ἰῶμαι χρησιμοποιόταν παράλληλα με το ρ. θεραπεύω. Στην Καινή Διαθήκη μαρτυρείται το θεραπεύω συχνότερα απ' ό,τι το ρ. ἰῶμαι
από τις 15 φορές που εμφανίζεται, οι 11 απαντούν στον Λουκά (βλ. και λ. θεραπεύω).
ΠΑΡ. ίαμα, ίαση(-ις), ιατρός
αρχ.
ιατήρ, ιατής, ιατός, ιάτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ανιώμαι, εξιώμαι, επιώμαι, συνεξιώμαι].