συλλανθάνω

From LSJ
Revision as of 10:27, 30 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλανθάνω Medium diacritics: συλλανθάνω Low diacritics: συλλανθάνω Capitals: ΣΥΛΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: syllanthánō Transliteration B: syllanthanō Transliteration C: syllanthano Beta Code: sullanqa/nw

English (LSJ)

A escape at the same time, τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον Gp.11.22.1, cf. Afric.Cest.p.23 V.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λανθάνω), mit oder zusammen verborgen sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συλλανθάνω: διαλανθάνω, διαφεύγω συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ Ζεὺς δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.