καθητή

From LSJ
Revision as of 07:33, 12 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=καθετή και καθητή, η<br />αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από απλό νήμα στην ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

καθετή και καθητή, η
αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από απλό νήμα στην άκρη του οποίου υπάρχει αγκίστρι και μικρό μολύβδινο βαρίδι που βοηθάει στο βύθισμα του αγκιστριού μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθετη, θηλ. του επιθ. κάθετος (< καθίημι) με καταβιβασμό του τόνου].