σύνθλιψις

From LSJ
Revision as of 08:02, 13 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθλιψις Medium diacritics: σύνθλιψις Low diacritics: σύνθλιψις Capitals: ΣΥΝΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: sýnthlipsis Transliteration B: synthlipsis Transliteration C: synthlipsis Beta Code: su/nqliyis

English (LSJ)

εως, ἡ, compression, Arist.Resp.472b1: metaph., ἔπους (e.g. ὑπέκ) Longin.10.6.

German (Pape)

[Seite 1025] ἡ, das Zusammenquetschen, Schol. Il. 15, 624.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθλιψις: ἡ, θλῖψις, συμπίεσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.

Russian (Dvoretsky)

σύνθλιψις: εως ἡ сжимание, сдавливание Arst.

Greek Monolingual

η / σύνθλιψις, -ίψεως, ΝΜΑ συνθλίβω
συμπίεση, ζούληγμα
νεοελλ.
τσαλάκωμα
μσν.
μτφ. μεγάλη θλίψη, έντονη στενοχώρια.