σύνθλιψις
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
εως, ἡ, compression, Arist.Resp.472b1: metaph., ἔπους (e.g. ὑπέκ) Longin.10.6.
German (Pape)
[Seite 1025] ἡ, das Zusammenquetschen, Schol. Il. 15, 624.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθλιψις: ἡ, θλῖψις, συμπίεσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.
Russian (Dvoretsky)
σύνθλιψις: εως ἡ сжимание, сдавливание Arst.
Greek Monolingual
η / σύνθλιψις, -ίψεως, ΝΜΑ συνθλίβω
συμπίεση, ζούληγμα
νεοελλ.
τσαλάκωμα
μσν.
μτφ. μεγάλη θλίψη, έντονη στενοχώρια.