ἐμπίς
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A mosquito, gnat, Ar.Nu.157; ἐμπίδες ὀξύστομοι Id.Av. 245, cf. Arist.HA490a21, Porph.Abst.3.20; the gnat Chironomus, Arist.HA551b27; prob. may-fly, ib.601a4. 2 larva of the οἶστρος, ib.487b5 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 813] ίδος, ἡ, die Stechmücke, nach Schol. Ar. Nubb. 157 das spätere κώνωψ; ὀξύστομοι Av. 244; Arist. H. A. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίς: ἴδος, ἡ, εἶδος ἐντόμου ἐκμυζῶντος τὸ αἷμα, μείζονος δὲ τοῦ κώνωπος, τὸ Λατ. culex ἢ ἴσως tipula culiciformis, Ἀριστοφ. Νεφ. 157 κἑξ.· τὰς ὀξυστόμους ἐμπίδας ὁ αὐτ. Ὄρνιθ. 245, ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ζῷόν ἐστιν ἐν ὕδατι γινόμενον ὅμοιον τῷ κώνωπι, μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ, κατὰ τὸ μέσον λευκῷ περιεζωσμένον», πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 5. 19, 14. 2) ἡ πρώτη μορφὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ οἴστρου, ἡ νύμφη ἐξ ἧς μετεμορφώθη εἰς οἶστρον, ἔνια τῶν ζῴων... μεταβάλλει εἰς ἄλλην μορφήν... οἷον ἐπὶ τῶν ἐμπίδων· γίνεται γὰρ ἐξ αὐτῶν ὁ οἶστρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de grand cousin, insecte.
Étymologie: cf. lat. apis.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
entom.
1 pequeño insecto alado, tal vez cierto mosquito trompetero prob. de la familia Culicidae: caracterizado por su zumbido y por habitar zonas húmedas ἀνήρετ' ... τὰς ἐμπίδας κατὰ τὸ στόμ' ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον; preguntó, ¿los mosquitos zumban por la trompa o por el culo? Ar.Nu.157, cf. 165, ἑλείας παρ' αὐλῶνας ὀξυστόμους ἐμπίδας Ar.Au.244, ἐ. Τρικορυσία mosquito del demo de Tricorito lugar de marismas, Ar.Lys.1032, ταῖς ἐμπίσι ταῖς ἐν τῷ σκότῳ βομβούσαις Aristid.Or.3.672, sobre sus larvas, Arist.HA 551b27, 552a7, clasificado entre los ἔντομα o insectos, Arist.HA 601a3, entre los dípteros, Arist.HA 490a21, Luc.Cont.8, junto con otros insectos molestos, Plu.Fr.193.80, Luc.Musc.Enc.1, asim. a κώνωψ Arist.GA 721a10, κώνωπες καὶ αἱ λεγόμεναι ἐμπίδες Artem.3.8, εἶδος κώνωπος παραποτάμιον ζωνὴν ἔχοντος Sch.Ar.Nu.157c.
2 dud. tábano ἐ.· ... εἶδος ζώου παρὰ τοῖς ὕδασι γενόμενον, ὅμοιον κώνωπι, μεῖζον δέ Hsch.
• Etimología: Deriv. pop. de ἐμπίνω ‘beber’ (la sangre).
Greek Monolingual
η (AM ἐμπίς)
γένος εντόμων της οικογένειας τών εμπιδιδών η οποία περιλαμβάνει μύγες μέτριου μεγέθους και σαρκοφάγες, που απομυζούν άλλα έντομα
αρχ.
1. σκνίπα
2. η προνύμφη του οίστρου
3. νηματοειδές σκουλήκι, παράσιτο του πεπτικού συστήματος, λεβίθα.
Greek Monotonic
ἐμπίς: -ίδος, ὁ, κουνούπι, σκνίπα, Λατ. culex, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπίς: ίδος ἡ зоол.
1) долгоножка, карамора (Tipula) Arph., Arst.;
2) предполож. личинка слепня Arst.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: gnat (Ar., Arist.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Popular derivation from ἐμπίνειν drink oneself full (of blood), cf. e. g. δικλίδες to κλίνειν. Strömberg Wortstudien 14 (s. also Prellwitz Glotta 16, 153) with full argumentation. Older interpretations, all wrong, in Strömberg and Bq. Cf. Gil Fernandez, Nombres de insectos 26. Diff. Szemerényi, Syncope 143 n. 1.
Middle Liddell
ἐμπίς, ίδος n
a mosquito, gnat, Lat. culex, Ar.
Frisk Etymology German
ἐμπίς: -ίδος
{empís}
Grammar: f.
Meaning: Stechmücke (Ar., Arist. u. a.).
Etymology : Volkstümliche Rückbildung aus ἐμπίνειν ‘sich voll (von Blut) trinken’, vgl. z. B. δικλίδες zu κλίνειν. Strömberg Wortstudien 14 (s. auch Prellwitz Glotta 16, 153) mit ausführlicher Begründung. Ältere Deutungen, alle verfehlt, bei Strömberg und Bq.
Page 1,506