κατακομιδή

From LSJ
Revision as of 12:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακομῐδή Medium diacritics: κατακομιδή Low diacritics: κατακομιδή Capitals: ΚΑΤΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: katakomidḗ Transliteration B: katakomidē Transliteration C: katakomidi Beta Code: katakomidh/

English (LSJ)

ἡ, A bringing down to the sea-shore for exportation, opp. ἀντίληψις (importation), Th.1.120. 2 bringing home, σώματος D.S. 18.3.

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Herab-, Herunterbringen, z. B. der Früchte ans Meer zur Ausfuhr, Thuc. 1, 120, τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένους εἰδέναι χρή, ὅτι χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων, im Ggstz von ἀντίληψις ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι. S. das Folgde. – Das Herbeischaffen, D. Sic. 18, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κατακομῐδή: ἡ, ἡ εἰς τὸ παράλιον καταβίβασις πρὸς ἐξαγωγὴν (ἐμπορευμάτων), ἀντίθετον τῷ ἀντίληψις, ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι (εἰσαγωγὴ ἐμπορ.) Θουκ. 1. 120. 2) τὸ φέρειν εἰς τὴν πατρίδα, Διόδ. 18. 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
importation.
Étymologie: κατακομίζω.

Greek Monolingual

κατακομιδή, ἡ (Α) κατακομίζω
1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.)
2. η μεταφορά στην πατρίδα
3. η αποστολή («πρὸς παράληψιν και κατακομιδήν βιβλίων πεμπομένων εἰς Ἀλεξάνδρειαν», πάπ.).

Greek Monotonic

κατακομῐδή: ἡ, μεταφορά προς την παραλία για πραγματοποίηση εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατακομῐδή:
1) доставка (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);
2) доставка, привоз (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust.

Middle Liddell

κατακομῐδή, ἡ,
a bringing down to the sea-shore for exportation, Thuc. [from κατακομίζω