πρᾷος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
French (Bailly abrégé)
ou πρᾶος ; seul. sg. masc. πρᾷος, et neutre πρᾷον, etc., et pl. m. nom. πρᾷοι, acc. πρᾴους, et neutre πρᾷα;
pour le fém. on emploie au sg. et au pl. la déclinaison πραεῖα, de πραΰ;
ttf. on rencontre, au sg., le nom. f. πρᾷος ; en outre sont usités le Cp. πρᾳότερος, α, ον, et le Sp. πρᾳότατος, η, ον :
adj.
doux, bon.
Étymologie: πραΰς.
English (Strong)
a form of πραΰς, used in certain parts; gentle, i.e. humble: meek.
Russian (Dvoretsky)
πρᾷος: (πρᾶος), πραεῖα, πρᾷον (πρᾶον), тж. πραΰς (ион. πρηΰς), πραεῖα, πραΰ
1) нежный, мягкий, тихий (σέλας HH; ὄαρος Pind.; φωνή Xen.; ἄνεμος Anth.);
2) несильный, легкий (ὠδῖνες Anth.; τιμωρίαι Plat.): εἴτε χαλεπώτερα πάσχειν εἴτε καὶ πρᾳότερα Plat. испытывать большие или меньшие страдания;
3) (тж. π. τὸ ἦθος Plat.) кроткий, ласковый (τινι и πρός τινα Plat.; μακάριοι οἱ πραεῖς NT);
4) спокойный, сдержанный (λόγοι, ἡδοναί Plat.);
5) ручной, прирученный (ἰχθύες Xen.);
6) успокоительный (φάρμακον Pind.).