εὑρεσιλογία
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
v. εὑρησιλογία.
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, richtiger εὑρησιλογία, Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσιλογία: ἡ, ἱκανότης περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ χρῆσις τῶν λέξεων, ἱκανότης ἢ ἐμπειρία εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία εἶναι συχνὴ διάφ. γραφή.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté à trouver des raisons ou des paroles, facilité de parole.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.
Greek Monolingual
εὐρεσιλογία, ἡ (Α)
βλ. ευρησιλογία.
Russian (Dvoretsky)
εὑρεσῐλογία: ἡ
1) бойкость речи, словесная изворотливость Polyb., Diod.;
2) хитросплетение, игра словами Plut.