ἐμπεδόω

From LSJ
Revision as of 17:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεδόω Medium diacritics: ἐμπεδόω Low diacritics: εμπεδόω Capitals: ΕΜΠΕΔΟΩ
Transliteration A: empedóō Transliteration B: empedoō Transliteration C: empedoo Beta Code: e)mpedo/w

English (LSJ)

impf. A ἠμπέδουν X.Cyr.8.8.2: aor. ἐνεπέδωσα D.C.60.28: (ἔμπεδος):—confirm, ratify, σὺ δ' ἐμπέδου δόσιν S.Ichn.50; ὅρκον E.IT790, cf. Ar.Lys.211,233, Polem.Hist.83; σπονδάς X.HG3.4.6; τὰ . . ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Pl.Phdr.241b; ὅρκους καὶ δεξιάς τινι X.Cyr.5.1.22; συνθήκας Plb.29.24.4; ὁμολογίας D.H.4.79; ἀποδείξεσι δόγμα Gal.5.315; uphold, νόμους Plu.Sol.25:—Med., σπονδήν, ἀσφάλειαν ἐμπεδώσασθαι, Ph.1.439, Luc.Hipp.4.

German (Pape)

[Seite 811] imperf. ἠμπέδουν, Xen. Cyr. 8, 8, 2, bei D. Cass. auch ἐνεπέδουν, (im Boden) befestigen, bekräftigen; von den Regierenden, Plat. Legg. III, 684 a; bes. Eidschwüre, Versprechungen unverbrüchlich halten, τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Phaedr. 241 b; τὰς σπονδάς Xen. Hell. 3, 4, 6; ὅρκους An. 3, 2, 10, vgl. Cyr. 5, 1, 22; εἰρήνην Plut. Tib. Graech. 5; ὁμολογίας D. Hal. 4, 79; ὤμνυσαν ταῦτα ἐμπεδώσειν, sie schwuren, dieses zu halten, Ar. Lys. 233; Xen. Hell. 5, 1, 32 u. sonst; νόμους Plut. Sol. 25. – Med. = act., Luc, Hipp. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδόω: παρατ. ἠμπέδουν Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2· ἀλλ’ ἀόριστ. (μεταγενέστ.) ἐνεπέδωσα Δίων Κ. 60. 28 (ἔμπεδος). Κυρίως στηρίζω ἐπὶ πέδου· καθόλου, καθιστῶ τι ἔμπεδον, στερεόν, ἀσφαλές, στερεώνω, βεβαιώνω, ἐπικυρῶ, ὅρκον. Εὐρ. Ι. Τ. 790· πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 211, 233· σπονδὰς Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 6, κτλ.· τὰ... ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β· ὅρκους καὶ δεξιάς τινι Ξεν. Κύρ. 5. 1, 22· συνθήκας Πολύβ.· ὁμολογίας Διον. Ἁλ. 4. 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
litt. fixer solidement, affermir, confirmer, sanctionner, acc..
Étymologie: ἔμπεδος¹.

Spanish (DGE)

I c. ac. de cosa o abstr.
1 mantener en firme, confirmar ἐμπέδου [δόσι] ν S.Fr.314.56, cf. 55
confirmar, ratificar juramentos, pactos ὅρκον E.IT 790, cf. X.An.3.2.10, Cyr.5.1.22, 8.8.2, Ath.2.17, Ages.1.12, Pl.Phdr.241b, Polem.Hist.83, (τὸν ὅρκον) ... τοῖς ἔργοις ἐμπεδῶσαι Aristaenet.2.16.24, τὰς δὲ χσυνθε̄́κας ἐμπεδόσο πρὸς Περδίκκαν IG 13.89.41 (V a.C.), cf. Plb.29.24.4, σπονδάς X.HG 3.4.6, ὁμολογίας D.H.4.79, cf. Plu.Art.28, Polyaen.6.7.2, ὤμνυεν ὅρκον ἡ βουλὴ τοὺς Σόλωνος νόμους ἐμπεδώσειν Plu.Sol.25, cf. Them.Or.15.190b, τοῦτο ἔργῳ ἐνεπέδωσε D.C.68.5.3, ἀποδείξεσι ... ἐμπεδῶσαι τὸ ἑαυτοῦ δόγμα Gal.5.315, ὁρμὰν ... οἴμαις Synes.Hymn.9.120, en v. pas. τὰς σπονδὰς ἐμπεδωθῆναι τοῖς Νομαντίνοις Plu.TG 7
en v. med. mismo sent. σπονδὴν ... ἐμπεδώσασθαι Ph.1.439, ἀσφάλειαν Luc.Hipp.4.
2 garantizar ταῦτα ἐμπεδούντων τῶν ἀρχόντων Pl.Lg.684a
en v. med. ref. al futuro sentar las bases de, comprometer τὰς ὑποθέσεις τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι λόγων ἐμπεδούμενος Procl.in Alc.173.
3 atenerse a, cumplir ἃ λέγουσιν X.Cyr.4.2.8, ἐπομεῖσθε ταῦτα κἀμπεδώσετε Ar.Lys.211, cf. 233, 234, Pl.Lg.823a, τὰς ἡμῶν αὐτῶν βουλήσεις Anon.Herc.1041.8.11 (p.73), τὰ ὡμιλημένα Hld.2.31.5, τὴν ὑπόσχεσιν Artem.5.proem., cf. Synes.Ep.143.
II c. ac. de pers. informar πρὸς τοῦτο ἡμᾶς ἐμπεδοῖ γράφων Παῦλος Cyr.Al.M.71.81D, cf. 569A, ἐμπεδοῖ· διδάσκει Hsch.

Greek Monotonic

ἐμπεδόω: παρατ. ἠμπέδουν, μέλ. -ώσω, στερεώνω κάτι στο έδαφος· γενικά, καθιστώ κάτι σταθερό και στέρεο, εδραιώνω, παγιώνω, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεδόω:
1) нерушимо хранить, твердо соблюдать (ὅρκους καὶ δεξιάς τινι Xen.; ὅρκον Eur.; σπονδάς Xen., Plut.; τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Plat.; συνθήκας Polyb.; εἰρήνην Plut.);
2) обеспечивать (τὴν βασιλείαν τινί Plut.; med. τὴν ἀσφάλειαν Luc.).

Middle Liddell

[from ἔμπεδος
to fix in the earth: generally, to make firm and fast, establish, Eur., Xen.