θαλασσόω
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
Att. θαλαττόω, A make or change into sea, ἠπείρους Arist.Mu. 400a27; Νεῖλος θ. τὴν Αἴγυπτον Hld.2.28. 2 purify with sea-water, Hsch. (Pass.). II Pass., ναῦς θαλαττοῦται she leaks, Plb.16.15.2. 2 of wine, to be mixed with sea-water, Thphr.CP6.7.6; οἶνοι τεθαλασσωμένοι Ath.1.32d, cf. Gal. 13.247 (sg.), POxy.468 (iii A.D.). III Med., to be a sea-faring man, Luc.Ner.1.
German (Pape)
[Seite 1183] zum Meere machen, überschwemmen, ἤπειρον Arist. mund. 6; vom Schiffe, ναῦς θαλαττοῦται, zieht Wasser, wird leck, Pol. 16, 15, 2; vom Weine, mit Meerwasser vermischen, Ath. I, 32 d. S. θαλασσίας. – Med. auf dem Meere schiffen, Luc. Ner. 1.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσόω: μεταβάλλω εἰς θάλασσαν, ἠπείρους Ἀριστ. Κόσμ. 6, 32· Νεῖλος θ. τὴν Αἴγυπτον Ἡλιόδ. 2. 228. ΙΙ. Παθ., ναῦς θαλαττοῦται, «κάμνει νερά», Πολύβ. 16. 15, 2. 2) πλύνομαι διὰ θαλασσίου ὕδατος, Ἡσύχ.· - ἀλλὰ οἶνος τεθαλασσωμένος, μεμιγμένος μετὰ θαλασσίου ὕδατος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 7, 6, Ἀθήν. 32D, πρβλ. Ὁρ. 2 Σατ. 8. 15, Πλίν. 14. 10. ΙΙΙ. Μέσ., εἶμαι θαλασσοπόρος, ταξειδεύω διὰ θαλάσσης, Λουκ. Νέρ. 1.
French (Bailly abrégé)
θαλαττόω;
-ῶ :
couvrir des eaux de la mer, changer en mer;
Moy. θαλασσόομαι, θαλασσοῦμαι naviguer, être sur mer.
Étymologie: θάλασσα.
Greek Monotonic
θᾰλασσόω: μεταβάλλω σε θάλασσα· Μέσ., είμαι θαλασσοπόρος, ταξιδεύω στη θάλασσα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλασσόω: атт. θαλαττόω
1) покрывать морской водой, затоплять, превращать в море (ἐπιδρομαὶ κυμάτων ἠπείρους ἐθαλάττωσαν Arst.);
2) pass. пропускать воду, давать течь (ναῦς θαλαττοῦται Polyb.);
3) med. плавать по морю Luc.
Middle Liddell
θᾰλασσόω,
to make or change into sea: Mid. to be a sea-faring man, Luc.