παραψαύω

From LSJ
Revision as of 19:32, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψαύω Medium diacritics: παραψαύω Low diacritics: παραψαύω Capitals: ΠΑΡΑΨΑΥΩ
Transliteration A: parapsaúō Transliteration B: parapsauō Transliteration C: parapsayo Beta Code: parayau/w

English (LSJ)

pf. A παρεψαυκέναι S.E.M.7.116 :—touch gently or lightly, Hp.Mul.2.160; τινος Plu.2.971c, Eum.7, etc. 2 metaph., touch lightly or slightly on a subject, τῆς δόξης S.E.l.c. :—Pass., παρέψαυσταί μοι ἀποφῆναιHp.Morb.4.44.

German (Pape)

[Seite 509] (s. ψαύω), an der Seite, leicht, oberflächlich berühren; τινός, Plut. sol. an. 16; παρέψαυσταί μοι, Hippocr.; Sp., wie Ael. H. A. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραψαύω: πρκμ. παρεψαυκέναι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 116· ― ἐγγίζω ἠρέμα ἢ ἐλαφρῶς, τινὸς Πλούτ. 2. 971C, Εὐμέν. 7, κτλ.· ἐγγίζω ἐλαφρῶς ἢ ὀλίγον ζήτημά τι, π. χ. τῆς δόξης, Σέξτ. Ἐμπ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., παρέψαυσταί μοι, ὅτι ... Ἱππ. 504. 40.

French (Bailly abrégé)

pf. παρέψαυκα;
toucher légèrement, effleurer, gén..
Étymologie: παρά, ψαύω.

Greek Monolingual

Α
1. αγγίζω ελαφρά (α. «παρέψαυσε τοῦ βουβῶνος» β. «παραψαῡσαι τῶν φορτίων», Πλούτ.)
2. θίγω επιπόλαια ή με μεγάλη συντομία ένα θέμα, αναφέρομαι βιαστικά σε ένα ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ψαύω «αγγίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ψαύω licht aanraken.

Russian (Dvoretsky)

παραψαύω:
1) слегка прикасаться (τινός Plut.);
2) вскользь касаться, затрагивать (τῆς δόξας Sext.).