φύλαξις

From LSJ
Revision as of 08:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαξις Medium diacritics: φύλαξις Low diacritics: φύλαξις Capitals: ΦΥΛΑΞΙΣ
Transliteration A: phýlaxis Transliteration B: phylaxis Transliteration C: fylaksis Beta Code: fu/lacis

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, A watching, guarding, ὕπνου φυλάξεις S.Fr.432.9, cf. Aq.Is.26.3. II a security, E.Hel.506 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, Bewachung, Beschützung, Beobachtung; im plur. Soph. frg. 379; ἔχει μοι δισσὰς φυλάξεις Eur. Hel. 513.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαξις: -εως, ἡ φρούρησις, τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· συχν. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. ἀσφάλεια, Εὐρ. Ἑλ. 506.

Spanish

protección

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φύλαξη.

Greek Monotonic

φύλαξις: [ῠ], -εως, ἡ (φυλάσσω), φύλαξη, φρουρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φύλαξις: εως (ῠ) ἡ только pl.
1) охрана (ὕπνου φυλάξεις Soph.);
2) осторожность, меры предосторожности или самозащиты: δισσὰς δέ μοι ἔχει φυλάξεις Eur. у меня два способа защитить себя.

Middle Liddell

φύλαξις, εως, φυλάσσω
a security, Eur.