δαφνιακός

From LSJ
Revision as of 09:04, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνιακός Medium diacritics: δαφνιακός Low diacritics: δαφνιακός Capitals: ΔΑΦΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: daphniakós Transliteration B: daphniakos Transliteration C: dafniakos Beta Code: dafniako/s

English (LSJ)

ή, όν, A belonging to a bay: δ. βίβλοι, = δαφνιακά, a poem by Agathias, AP6.80.

German (Pape)

[Seite 525] lorbeerartig; τὰ Δαφνιακά, ein Buch Epigramme, Agath. 34 (VI, 80).

Greek (Liddell-Scott)

δαφνιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δάφνην, τὰ δαφνιακά, ποίημά τι τοῦ Ἀγαθίου, Ἀνθ. Π. 6. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du laurier.
Étymologie: δάφνη.

Greek Monolingual

δαφνιακός, -ή, -όν (Μ)
φρ. δαφνιακά και «δαφνιακαὶ βίβλοι» — ονομασία ποιητικού βιβλίου του Αγαθίου.

Greek Monotonic

δαφνιακός: -ή, -όν (δάφνη), αυτός που ανήκει στο φυτό της δάφνης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δαφνιᾰκός: лавровый: Δαφνιακοὶ βίβλοι Anth. «Лавровые книги» (название сборника стихотворений Агафия Схоластика, VI в. н. э.).

Middle Liddell

δάφνη
belonging to a laurel, Anth.