συνθραύω

From LSJ
Revision as of 10:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθραύω Medium diacritics: συνθραύω Low diacritics: συνθραύω Capitals: ΣΥΝΘΡΑΥΩ
Transliteration A: synthraúō Transliteration B: synthrauō Transliteration C: synthrayo Beta Code: sunqrau/w

English (LSJ)

A break in pieces, shiver, E.Or.1569, Plu.Arist.18; crumble, ἄρτον Gp.9.23.5:—Pass., X.Ages.2.14, Plb.8.5.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συνθραύω: συντρίβω, κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.

French (Bailly abrégé)

briser, broyer, fracasser.
Étymologie: σύν, θραύω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συνθλαύω Α
σπάζω, συντρίβω εντελώς
μσν.
(σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»].

Greek Monotonic

συνθραύω: μέλ. -σω, θρυμματίζω, συντρίβω, κομματιάζω, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θραύω geheel verbrijzelen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

συνθραύω: разбивать, сокрушать, ломать (κρᾶτα Eur.; τὰ δοράτια Plut.): ἐξ οὗ συνέβαινε συνθραύεσθαι τοὔργανον Polyb. вследствие этого сломалась машина.

Middle Liddell

fut. ώσω
to break in pieces, shiver, Eur.