βαθύβουλος

From LSJ
Revision as of 11:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠβουλος Medium diacritics: βαθύβουλος Low diacritics: βαθύβουλος Capitals: ΒΑΘΥΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: bathýboulos Transliteration B: bathyboulos Transliteration C: vathyvoulos Beta Code: baqu/boulos

English (LSJ)

ον, A deep-counselling, φροντίς A.Pers.142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 424] φροντίς, von tiefer Einsicht, Aesch. Pers. 138.

Greek (Liddell-Scott)

βαθύβουλος: -ον, ἔχων βαθείας βουλάς, Αἰσχ. Πέρσ. 142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées profondes.
Étymologie: βαθύς, βουλή.

Spanish (DGE)

(βᾰθύβουλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que reflexiona profundamente φροντίς A.Pers.142.

Greek Monolingual

βαθύβουλος, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)].

Russian (Dvoretsky)

βαθύβουλος: глубокомысленный, проницательный (φροντίς Aesch.).

Middle Liddell

βουλή
deep-counselling, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύβουλος -ον βαθύς, βουλή met diepe overweging.