διατεθρυμμένως
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Adv., (διαθρύπτω) A weakly, Pl.Lg.922c.
German (Pape)
[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.
Greek (Liddell-Scott)
διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατεθρυμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διαθρύπτω, slap, zwak.
Russian (Dvoretsky)
διατεθρυμμένως: расслабленно, безвольно (ἀνοήτως καὶ δ. Plat.).