μελλητικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητικός Medium diacritics: μελλητικός Low diacritics: μελλητικός Capitals: ΜΕΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mellētikós Transliteration B: mellētikos Transliteration C: mellitikos Beta Code: mellhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.

German (Pape)

[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.

Greek Monolingual

μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.

Russian (Dvoretsky)

μελλητικός: медлительный, нерешительный Arst.