παμμίαρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῐ], ον, A all-abominable, Ar.Pax183, Ra.466, LXX 4 Ma. 10.17 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 453] ganz unrein, gottlos, Ar. Ran. 466 u. öfter, u. Sp., auch im superl.
Greek (Liddell-Scott)
παμμίᾰρος: -ον, μιαρώτατος, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 183, Βάτρ. 466.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait scélérat, infâme.
Étymologie: πᾶν, μιαρός.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ παμμίαρος, -ον)
παρά πολύ μιαρός, μιαρότατος, αχρειότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μιαρός.
Greek Monotonic
παμμίᾰρος: -ον, εξολοκλήρου μιαρός, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμμίαρος -ον [πᾶς, μιαρός] totaal onrein, helemaal smerig; als scheldwoord:. παμμίαρε smerige schoft! Aristoph. Ran. 466.
Russian (Dvoretsky)
παμμίαρος: глубоко нечестивый, преступнейший Arph.
Middle Liddell
παμ-μίᾰρος, ον,
all-abominable, Ar.