συμβολέω

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολέω Medium diacritics: συμβολέω Low diacritics: συμβολέω Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΩ
Transliteration A: symboléō Transliteration B: symboleō Transliteration C: symvoleo Beta Code: sumbole/w

English (LSJ)

= συμβάλλομαι, A meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s

German (Pape)

[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.

Greek Monotonic

συμβολέω: συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμβολέω: сталкиваться, натыкаться (τινι Aesch.).

Middle Liddell


to meet or fall in with, τινί Aesch. [from συμβολή