ἰαμβίζω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
A assail in iambics, lampoon, τινα Gorg. ap. Ath.11.505d, Arist.Po.1448b32, D.H.7.72. II abs., talk in iambic verse, Luc.JTr.33(s.v.l.). 2 etym. of θρίαμβος, Corn.ND30.
German (Pape)
[Seite 1233] Jamben schreiben, in Jamben reden, d. h. schmähen; ἀλλήλους Arist. poet. 4; καὶ κατασκώπτειν D. Hal. 7, 72; Ath. XI, 505 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβίζω: ἐπιτίθεμαι κατά τινος δι’ ἰάμβων, σατυρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Γοργ. παρ’ Ἀθην. 505D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10, Διον. Ἁλ. 7. 72.
French (Bailly abrégé)
poursuivre de vers iambiques, càd de railleries, de satires, acc..
Étymologie: ἴαμβος.
Greek Monolingual
ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) ίαμβος
επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.)
αρχ.
μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ἰαμβίζω: επιτίθεμαι σε κάποιον με ιάμβους, σατυρίζω, λοιδορώ, κακολογώ, τινά, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβίζω: преследовать ямбическими стихами, осмеивать в ямбах (ἀλλήλους Arst.).