ἐπιλάζυμαι

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλάζῠμαι Medium diacritics: ἐπιλάζυμαι Low diacritics: επιλάζυμαι Capitals: ΕΠΙΛΑΖΥΜΑΙ
Transliteration A: epilázymai Transliteration B: epilazymai Transliteration C: epilazymai Beta Code: e)pila/zumai

English (LSJ)

A hold tight, stop, ἐ. στόμα, i.e. to be silent, E.Andr. 250.—Poet. word for ἐπιλαμβάνω.

German (Pape)

[Seite 955] (s. λάζυμαι), angreifen, -halten, Eur. Andr. 249.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλάζυμαι: Ἀποθ., κρατῶ, κλείω, ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα Εὐρ. Ἀνδρ. 250. - Μόνον ποιητ., πρβλ. ἐν λ. λάζομαι.

French (Bailly abrégé)

mettre la main sur, comprimer.
Étymologie: ἐπί, λάζυμαι.

Greek Monolingual

ἐπιλάζυμαι (Α)
κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»].

Greek Monotonic

ἐπιλάζυμαι: αποθ., κρατώ σφιχτά, κλείνω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλάζῠμαι: сдерживать, зажимать (σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα Eur.).

Middle Liddell


Dep. to hold tight, close, Eur.