ἰχνοσκοπέω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A look at the track or traces, ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς A.Ch. 227, cf. S.Ichn.7; ἰ. καὶ στιβεύειν τὸ μέλλον Plu.2.399a.
German (Pape)
[Seite 1277] die Spur betrachten, ausspüren; ἐν στίβοις Aesch. Ch. 226; καὶ στιβεύειν Plut. de Pyth. orac. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοσκοπέω: παρατηρῶ, ἐξετάζω τὰ ἴχνη, ἰχνοσκοποῦσά τ’ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς Αἰσχύλ. Χο. 227· ἴχν. καὶ στιβεύειν τὸ μέλλον Πλούτ. 2. 399Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
observer ou suivre la trace.
Étymologie: ἴχνος, σκοπέω.
Greek Monotonic
ἰχνοσκοπέω: μέλ. -ήσω, εξετάζω το αποτύπωμα, ερευνώ τα ίχνη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοσκοπέω: искать следы, разыскивать по следу (ἰ. καὶ στιβεύειν τι Plut.; ἰ. ἐν στίβοισί τινος Aesch.).