αἴγεος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
α, ον, A = αἴγειος, Od.9.196; διφθέραι Hdt.5.58. II Subst., αἰγέη (sc. δορά), ἡ, a goat's skin, Hdt.4.189; τὴν αἰγέαν J.AJ1.18.6, cf. LXX Nu.21.20; contr. αἰγῆ Hdn.Gr.1.310.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγεος: -α, -ον, = αἴγειος, ὃ ἰδὲ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de chèvre ; ion. ἡ αἰγέη HDT peau de chèvre.
Étymologie: αἴξ.
English (Autenrieth)
(αἴξ): of a goat; ‘of goat's milk,’ or ‘goatskin,’ τυρός, ἀσκός, κυνέη.
= αἴγειος, ἀσκός, Od. 9.196†.
Spanish (DGE)
v. αἴγειος.
Greek Monotonic
αἴγεος: -α, -ον I. = αἴγειος, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως ουσ. αἰγέη (ενν. δορά), ἡ, το δέρμα της κατσίκας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
αἴγεος: козий (ἀσκός Hom.; διφθέρη Her.).
Middle Liddell
I. = αἴγειος, Od.
II. as substantive αἰγέη (sc. δορά), a goat's skin, Hdt.