κατερητύω

From LSJ
Revision as of 13:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερητύω Medium diacritics: κατερητύω Low diacritics: κατερητύω Capitals: ΚΑΤΕΡΗΤΥΩ
Transliteration A: katerētýō Transliteration B: katerētyō Transliteration C: katerityo Beta Code: katerhtu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—A hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ… κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.

German (Pape)

[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.

Greek (Liddell-Scott)

κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ·- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31· φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545· κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416· κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: κατά, ἐρητύω.

English (Autenrieth)

hold back, restrain.

Greek Monolingual

κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

κατερητύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Όμηρ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατερητύω: удерживать (ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.); останавливать: φωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. он голосом остановил (меня), т. е. обратился ко мне и сказал; ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερητύω tegenhouden; overdr. kalmeren:. φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε en met menselijke stem stelde (de vogel) mij gerust Od. 19.545.

Middle Liddell

fut. ύσω
to hold back, Hom., Soph.