κισσοκόμης

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοκόμης Medium diacritics: κισσοκόμης Low diacritics: κισσοκόμης Capitals: ΚΙΣΣΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: kissokómēs Transliteration B: kissokomēs Transliteration C: kissokomis Beta Code: kissoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A ivy-crowned, Διόνυσος h.Hom.26.1, cf. IG12(7).80 (Arcesine).

German (Pape)

[Seite 1442] epheugelockt, mit Epheu das Haar umwunden, Bacchus, H. h. Bacch. 1; Σάτυρος, Macedon. 26 (VI, 56).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόμης: -ου, ὁ, μὲ κισσὸν ἐστεμμένος, Διόνυσος Ὁμ. Ὕμν. 25. 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure de lierre, càd couronné de lierre.
Étymologie: κισσός, κόμη.

Greek Monolingual

κισσοκόμης, ὁ (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνοκόμης, χρυσοκόμης.

Greek Monotonic

κισσοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), στεφανωμένος με κισσό, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κισσοκόμης: с увитыми плющом волосами (Βάκχος HH, Σάτυρος Anth.).

Middle Liddell

κισσο-κόμης, ου, κόμη
ivy-crowned, Hhymn.