ναυπόρος

From LSJ
Revision as of 13:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπόρος Medium diacritics: ναυπόρος Low diacritics: ναυπόρος Capitals: ΝΑΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: naupóros Transliteration B: nauporos Transliteration C: nafporos Beta Code: naupo/ros

English (LSJ)

v. ναυσίπορος II. 2, πλάτη E. Tr. 877.

Greek Monolingual

ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.