συγκαθεύδω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
fut. -ευδήσω, A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; especially of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.
German (Pape)
[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.
French (Bailly abrégé)
dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].
Greek Monotonic
συγκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι μαζί στο ίδιο κρεβάτι, τινί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθεύδω: спать вместе Aesch., Arph., Xen., Plat., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καθεύδω Att. ook ξυγκαθεύδω samen slapen met, met dat.:; τούτωι θανοῦσα ξυγκάθευδε slaap samen met hem in de dood Aeschl. Ch. 906; vaak seks. het bed delen met.
Middle Liddell
fut. -ευδήσω
to sleep with, τινί Aesch.