ἀείφρουρος

From LSJ
Revision as of 14:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀείφρουρος Medium diacritics: ἀείφρουρος Low diacritics: αείφρουρος Capitals: ΑΕΙΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: aeíphrouros Transliteration B: aeiphrouros Transliteration C: aeifrouros Beta Code: a)ei/frouros

English (LSJ)

ον, A ever-watching, keeping eternal watch i.e. everlasting, τῷ ἀ. μελιλώτῳ Cratin.98.7; οἴκησις ἀείφρουρος, of the grave, S.Ant.892; πόνοι Opp.H.4.189.

German (Pape)

[Seite 41] stets bewachend, gefangen haltend, οἴκησις Soph. Ant. 891, vom Grabe; πόνοι Opp. H. 4, 189; μελίλωτος Cratin. bei Ath. XV, 685 c, perennirend. Hes. erklärt ἀειθαλής aus Soph., s. ἀειφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείφρουρος: -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. αἰώνιος, «ὁ ἀεὶ διαμένων, ἀειθαλής», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ ἀειφόρος)· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· οἴκησις, ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui garde, qui tient enfermé pour toujours.
Étymologie: ἀεί, φρουρά.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀιείφρουρος S.Ant.892
siempre vigilante de ahí perenne, eterno μελίλωτος Cratin.105.7, οἴκησις de la tumba, S.Ant.892, πόνος Opp.H.4.189, cf. S.Fr.580 (dud., aunque cf. ἀΐφρουρος· αἰθάλη. Σοφοκλῆς).

Greek Monotonic

ἀείφρουρος: -ον, αυτός που φρουρεί, αυτός που διαρκεί αιώνια· οἴκησις ἀείφρουρος, λέγεται για τον τάφο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀείφρουρος: держащий в вечном заточении (οἴκησις, sc. τύμβος Soph.).

Middle Liddell


ever-watching, i. e. ever-lasting, οἴκησις ἀείφρ., of the grave, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀείφρουρος -ον ἀεί, φρουρός die altijd waakt, alleen overdr. in :. ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος ingegraven behuizing die me altijd zal bewaken Soph. Ant. 892.