ἐπιβάπτω
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
English (LSJ)
A dip into, τι ἔς τι Hp.Morb.3.16. II. tan, Arist.Pr. 898b18; dye, Alex.Trall.2; gild or silver, Ps.-Democr.p.46B.
German (Pape)
[Seite 928] dasselbe, Hippocr.; ἐπιβαπτός, gefärbt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβάπτω: βάπτω, «βουτῶ» εἴς τι, ἐς τὴν ἐρετρίδα γῆν… ἐπιβάψας ὀθόνιον λεπτὸν Ἱππ. 496. 19. ΙΙ. «βάφω» Ἀριστ. Προβλ. 10. 66.
Greek Monolingual
ἐπιβάπτω (Α) βάπτω
1. βυθίζω, βουτώ
2. βάφω
3. βυρσοδεψώ
4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβάπτω: окрашивать (ὁ ἥλιος ἐπιβάπτει τὸ δέρμα Arst.).